Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσχάσκω

См. также в других словарях:

  • προσχάσκω — Α·1. προσβλέπω κάποιον με ανοιχτό στόμα 2. θαυμάζω κάποιον ή κάτι χάσκοντας («τῷ εἴδει τῆς ὁραθείσης προσκεχήναμεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χάσκω «ανοίγω το στόμα μου»] …   Dictionary of Greek

  • προσκεχηνότα — προσχάσκω gape perf part act neut nom/voc/acc pl προσχάσκω gape perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνυῖαν — προσχάσκω gape perf part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνέναι — προσχάσκω gape perf inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνόσι — προσχάσκω gape perf part act masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνότες — προσχάσκω gape perf part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνότων — προσχάσκω gape perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχηνώς — προσχάσκω gape perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκεχήναμεν — προσχάσκω gape perf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκέχηνα — προσχάσκω gape perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσχάνῃς — προσχάσκω gape aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»