1 προσφύρω
αἵματι προσέφυρεν αὐτὸν ἡ σφαγὴ τῆς κόρης D.H.11.37
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφύρω
προσφυρώ — άω, Α προσθέτω στο μίγμα, αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φυρῶ, εκτεταμένος τ. τού φύρω*] … Dictionary of Greek
προσφύρω — Α καταβρέχω («αἵματι προσέφυρεν αὐτὸν ἡ σφαγὴ τῆς κόρης», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φύρω «ανακατεύω»] … Dictionary of Greek