Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσφύομαι

См. также в других словарях:

  • καταφύω — (Α) 1. εμφυτεύω, παρεμβάλλω («[ἡ φύσις νεῡρα] εἰς τὰς σάρκας κατέφυσε», Γαλ.) 2. παθ. καταφύομαι (για μυς ή νεύρα) προσφύομαι 3. μέσ. καταφύομαι διατρέχω κάποια χώρα …   Dictionary of Greek

  • παραφύω — ΜΑ μέσ. 1. φυτρώνω ή είμαι φυτεμένος κοντά, παραπλεύρως 2. βγάζω παραφυάδες, βλαστάνω στα πλάγια αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει, να βλαστήσει, να βγάλει παραφυάδες 2. μτφ. γεννιέμαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δίπλα σε κάτι άλλο («ἑγγὺς ἀγαθοῡ… …   Dictionary of Greek

  • προσφύω — ΝΜΑ [φύω] (συν. το μέσ.) προσφύομαι α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.) β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει 2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω… …   Dictionary of Greek

  • συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»