-
1 προσφύομαι
(αόρ. προσεφύην) αμετ.1) прирастать, врастать; срастаться; 2) прилипать (к чему-л.) -
2 προσεφύην
αόρ. от προσφύομαι -
3 πρόσφυσις
A growing to: clinging to, of a rider, ἰσχυροτέρα π. a firmer seat, X.Eq.1.11; of vine to tree, D.H.19.2.II ongrowth, attachment or point of attachment, e.g. of the legs to the body, Diog.Apoll.6, Hp.Art.45; of the diaphragm to the spine, τῶν φρενῶν ibid.; of the navel in embryos, Arist.GA 745b24; of the caudal vertebrae in birds, Id.IA 710a4; of flowers to spray, leaves to stem, Thphr.HP3.16.4,al., 1.10.8, al.: freq. in Arist. of all after or adventitious growths which do not form part of the organism,ἓν γενέσθαι.. προσφύσει Ph. 227a17
; ἡ τοῦ ᾠοῦ π. GA 754b12; of zoöphytes, HA 548b8; assimilation,τῆς τροφῆς Pr. 866b21
(prop., adhesion of food to tissues, Gal.Nat.Fac.1.11, 3.1); in trees, growth of new wood, Thphr.HP9.2.6; of a fungus, Id.Fr. 168.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσφυσις
См. также в других словарях:
καταφύω — (Α) 1. εμφυτεύω, παρεμβάλλω («[ἡ φύσις νεῡρα] εἰς τὰς σάρκας κατέφυσε», Γαλ.) 2. παθ. καταφύομαι (για μυς ή νεύρα) προσφύομαι 3. μέσ. καταφύομαι διατρέχω κάποια χώρα … Dictionary of Greek
παραφύω — ΜΑ μέσ. 1. φυτρώνω ή είμαι φυτεμένος κοντά, παραπλεύρως 2. βγάζω παραφυάδες, βλαστάνω στα πλάγια αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει, να βλαστήσει, να βγάλει παραφυάδες 2. μτφ. γεννιέμαι, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι δίπλα σε κάτι άλλο («ἑγγὺς ἀγαθοῡ… … Dictionary of Greek
προσφύω — ΝΜΑ [φύω] (συν. το μέσ.) προσφύομαι α) φυτρώνω πάνω σε κάτι («τὰ δὲ κέρατα προσπέφυκε μᾱλλον τῷ δέρματι», Αριστοτ.) β) είμαι δυνατά προσκολλημένος πάνω σε κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι να φυτρώσει 2. μτφ. συνδέω κάτι στενά με κάτι άλλο, προσαρμόζω… … Dictionary of Greek
συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν … Dictionary of Greek