-
1 προσφυως
-
2 προσφυεως
См. также в других словарях:
προσφυώς — ΝΜΑ, ιων. τ. προσφυέως Α επίρρ. βλ. προσφυής … Dictionary of Greek
προσφυῶς — προσφυής firmly attached by growth adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυής — ές, ΝΜΑ [προσφύω] 1. ο φύσει συνενωμένος, δηλ. προσαρμοσμένος, σε κάτι («ὄνυχες προσφυεῑς τῇ σαρκί», Αδάμ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος («τοῑς πράγμασι προσφυὴς λέξις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. προσκολλημένος σε κάτι 2. αχώριστος από κάποιον 3.… … Dictionary of Greek
αρεσκόντως — (AM ἀρεσκόντως) επίρρ. [αρέσκω] προσφυώς, με τρόπο που ν αρέσει … Dictionary of Greek
συνηρμοσμένως — Α επίρρ. προσφυώς, καταλλήλως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρμοσμένος τού συναρμόζομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ԲՆԱԿԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c մ. φυσικῶς naturaliter, physice որ եւ προσφυῶς apte, convenienter Բնականապէս. բնաւորապէս. բնութեամբ. ʼի բնէ. ըստ բնութեան. ʼի դէպ. *Ի դէմսն շնչէ ... բնականաբար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲՆԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 498 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c մ. φυσικῶς naturaliter որ եւ ԲՆԱՒՈՐԱԲԱՐ. Բնականաբար. էապէս. իսկապէս. ֆիզիգապէս *Իցէ նոյն ինքն (Աստուած եւ մարդ) բնաւորապէս եւ ճշմարտութեամբ. Աթ. ՟Դ: *Ոչ յաւելուածով ունի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)