Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσφιλέως

См. также в других словарях:

  • προσφιλέως — προσφιλής dear adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσφιλώς — προσφιλῶς Ν ΜΑ, ποιητ. τ. προσφιλέως Α επίρρ. βλ. προσφιλής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»