-
1 προσφιλέως
προσφιλήςdear: adverbial (epic doric ionic aeolic) -
2 προσφιλής
A dear, beloved,τῶν ἡλίκων.. προσφιλεστάτῳ Hdt.1.123
, cf. Th.5.40: c. dat., dear or friendly to.., Hdt.1.163, S.Ichn.78, Pl.Grg. 507e, etc.: of things, pleasing, agreeable, ἔργον θεοῖσι π. A.Th. 580; στολή, χάρις, S.Ph. 224 ([comp] Sup.), 558; πάσαις ἡλικίαις.. ἡ χρῆσις αὐτῆς (sc. τῆς μουσικῆς) ἐστὶ π. Arist.Pol. 1340a5;π. ἑκάστῳ.. τὸ κατὰ φύσιν Id.HA 590a10
;τῇ αἰσθήσει Thphr.Od.45
; also of actions, lovely, ὅσα π. Ep.Phil.4.8. Adv. - λῶς agreeably, c. dat., OGI331.9 (Pergam., ii B.C.).II [voice] Act., of persons, kindly affectioned, well-disposed,ὥς μ' ἔθεσθε προσφιλῆ S.Ph. 532
, cf. Th.1.92, 7.86. Adv. - λῶς kindly, S.El. 442, Pl.Lg. 822b; π. ἡμῖν ἔχειν to be kindly affectioned to us, X.HG2.3.44;π. χρῆσθαί Id.Mem.2.3.16
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- έστατα X.Eq.Mag.1.1
,- εστάτως Isoc.
(s. v.l.) ap.Poll.3.63: poet.προσφιλέως IG9(1).235
([place name] Larymna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφιλής
См. также в других словарях:
προσφιλέως — προσφιλής dear adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφιλής — ές, ΝΜΑ αγαπητός αρχ. 1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.) 2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ… … Dictionary of Greek
προσφιλώς — προσφιλῶς Ν ΜΑ, ποιητ. τ. προσφιλέως Α επίρρ. βλ. προσφιλής … Dictionary of Greek