Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσφεύγω

См. также в других словарях:

  • προσφεύγω — flee for refuge to pres subj act 1st sg προσφεύγω flee for refuge to pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφεύγω — προσφεύγω, προσέφυγα βλ. πίν. 228 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… …   Dictionary of Greek

  • προσφεύγω — προσέφυγα, καταφεύγω σε κάποιον ζητώντας βοήθεια ή δικαιοσύνη ή παρέμβαση: Προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφεύγετε — προσφεύγω flee for refuge to pres imperat act 2nd pl προσφεύγω flee for refuge to pres ind act 2nd pl προσφεύγω flee for refuge to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπεφευγότα — προσφεύγω flee for refuge to perf part act neut nom/voc/acc pl προσφεύγω flee for refuge to perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπέφευγε — προσφεύγω flee for refuge to perf imperat act 2nd sg προσφεύγω flee for refuge to perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπέφευγεν — προσφεύγω flee for refuge to perf ind act 3rd sg προσφεύγω flee for refuge to plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφευγόντων — προσφεύγω flee for refuge to pres part act masc/neut gen pl προσφεύγω flee for refuge to pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφεύγει — προσφεύγω flee for refuge to pres ind mp 2nd sg προσφεύγω flee for refuge to pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφεύγομεν — προσφεύγω flee for refuge to pres ind act 1st pl προσφεύγω flee for refuge to imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»