-
1 προσφαγίω
-
2 προσφαγίῳ
См. также в других словарях:
προσφαγίῳ — προσφάγιον PLond. ined. neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προσφαγίω
2 προσφαγίῳ
προσφαγίῳ — προσφάγιον PLond. ined. neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)