-
1 προσυριζω
-
2 προσυρίζω
A f.l. for προσσυρ- in Plb.8.20.5, 8.25.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσυρίζω
-
3 προσσυριζω
-
4 προς-συρίζω
προς-συρίζω, v. l. von προσυρίζω, Pol. 8, 27, 10.
-
5 προσσυρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσσυρίζω
См. также в других словарях:
προσυρίζω — Α δ. γρφ. τού προσσυρίζω* … Dictionary of Greek