-
1 προσυποβαλλω
См. также в других словарях:
προσυποβάλλω — Α [ὑποβάλλω] τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῡ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
προσκατατίθημι — Α [κατατίθημι] 1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.) 2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση … Dictionary of Greek