Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

προσυποβάλλω

См. также в других словарях:

  • προσυποβάλλω — Α [ὑποβάλλω] τοποθετώ κάτι ακόμη από κάτω («τοῡ σκέλους δεδεμένου προσυποβάλλειν καὶ τὸν τράχηλον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • προσκατατίθημι — Α [κατατίθημι] 1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.) 2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»