-
1 protector
προστάτης -
2 gözetici
προστάτης, φύλακας -
3 покровитель
-я α.-нща, -ы θ.προστάτης, -ιδα, υπερασπιστής, -ίστρια•покровитель города προστάτης της πόλης, ο πολιούχος•
покровитель малолетнего κηδεμόνας ανήλικου•
покровитель наук и искусств προστάτης των Γραμμάτων και των Τεχνών(Μαικήνας).
-
4 защитник
защитник м 1) υπερασπιστής о προστάτης (покровитель) 2) юр. о συνήγορος 3) спорт, о οπισθοφύλακας* * *м1) υπερασπιστής; ο προστάτης ( покровитель)2) юр. ο συνήγορος3) спорт. ο οπισθοφύλακας -
5 железа
анат. ο αδέν/ας вилочковая - (тимус) о θύμος, θυμοειδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железа
-
6 защитник
1. (тот, кто защищает кого-л) ο υπερασπιστήςο προστάτηςο πρόμαχος2. юр. о συνήγοροςο δικηγόρος3. (в спорте) о αμυντικός, ο παίκτης της άμυναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защитник
-
7 простата
анат. о προστάτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простата
-
8 заступиик
засту́пии||км ὁ ὑπερασπιστής/ ὁ προστάτης (покровитель). -
9 защитник
защитникм1. ὁ ὑπερασπιστής, ὁ προστάτης·2. юр. ὁ συνήγορος:член кол· ι легии \защитников μέλος τοῦ δικηγορικού σώματος·3. спорт. ὁ ὁπισθοφύλακας, τό μπάκ. -
10 патрон
патрон Iм ὁ πάτρων [-ωνας], ὁ προστάτης (покровитель)/ ὁ προϊστάμενος, τό ἀφεντικό (хозяин предприятия).патрон IIм1. воен. τό φυσίγγι[ον]:боевой (холостой) \патрон τό ἐνσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι·2. тех. ὁ τρυπανοῦχος·3. 9Λ. ἡ ντούγια·4. (выкройка) τό ©χνάρι. -
11 покровитель
покровительм ὁ προστάτης. -
12 предстательный
предстательн||ыйприл:\предстательныйая железа анат. ὁ προστάτης. -
13 patron
['peitrən]1) (a person who supports (often with money) an artist, musician, writer, form of art etc: He's a patron of the arts.) προστάτης,υποστηρικτής2) (a (regular) customer of a shop etc: The manager said that he knew all his patrons.) (τακτικός)πελάτης•- patronize
- patronise
- patronizing
- patronising
- patronizingly
- patronisingly
- patron saint -
14 patron saint
(a saint who protects a particular person, group of people, country etc: St Andrew is the patron saint of Scotland.) προστάτης άγιος,πολιούχος -
15 protector
noun προστάτης -
16 заступник
-а α.-ца, -ы θ.υπερασπιστής, υποστηριχτής• προστάτης. -
17 защитник
-а α.-ца, -ы θ.1. υπερασπιστής, -τρία, προασπιστής• προστάτης, πρόμαχος.2. (νομ.) συνήγορος, δικηγόρος υπεράσπισης•коллегия -ов το:δικηγορικό σώμα.
3. (αθλτ.) παίχτης άμυνας. -
18 меценат
-а α. (γραπ. λόγος) μαικήνας (ως προστάτης των γραμμάτων και Τεχνών). -
19 набольший
επ. (παλ. κ. απλ.) μεγάλος, τρανός.ουσ. προϊστάμενος, διοικητής. || προστάτης οικογένειας, ο οικογενειάρχης. -
20 нянька
-и θ.βλ. няня 1.μτφ. κηδεμόνας, προστάτης.
См. также в других словарях:
προστάτης — one who stands before masc nom sg προστατέω ruleover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) προστατέω ruleover imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… … Dictionary of Greek
προστάτης — ο θηλ. τρια και ισσα 1. αυτός που προστατεύει, ο υπερασπιστής, ο φρουρός, ο κηδεμόνας: Κι ο νόμος σαν πρωτόγινε της πολιτείας προστάτης (Παλαμάς). 2. μόνο το αρσ., προστάτης αδένας του γεννητικού συστήματος: Έκανε εγχείρηση προστάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστάται — προστάτης one who stands before masc nom/voc pl προστάτᾱͅ , προστάτης one who stands before masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОСТАТ — • Προστάτης, см. Ξένος, Иностранец, 1 … Реальный словарь классических древностей
προστατᾶν — προστάτης one who stands before masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστατῶν — προστάτης one who stands before masc gen pl προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάταις — προστάτης one who stands before masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάταισι — προστάτης one who stands before masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάταισιν — προστάτης one who stands before masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτου — προστάτης one who stands before masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)