-
1 προστυχιά
η низость, подлость, подлый поступок -
2 προστυχιά
[простихьа] ουσ. Θ. низость, подлост. ьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προστυχιά
-
3 προστυχιά
[простихьа] ουσ θ низость, подлост. ь. -
4 προστυχιά
1) baseness2) vulgarityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προστυχιά
-
5 vulgarity
προστυχιά -
6 гнусность
гну́сн||остьж ἡ ἀτιμία, ἡ αίσχρότη-τα [-ης], ἡ προστυχιά / ἡ ποταπότητα [-ης] (низость). -
7 непристойность
непристойн||остьж ἡ αἰσχρότητα [-ης], ἡ αἰσχρολογία, ἡ προστυχιά. -
8 нечистоплотность
нечистоплотностьж1. ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ρυπαρότης·2. перен ἡ αίσχρότητα [-ης], ἡ προστυχιά· -
9 низменность
ни́зменн||остьж1. геогр. ἡ πεδιάς[·άδα], ὁ κάμπος, τό βαθύπεδο[ν]·2. перен ἡ χαμέρπεια, ἡ ποταπότητα [-ης], ἡ προστυχιά. -
10 низость
низостьж ἡ χαμέρπεια, ἡ ποταπότη-τα [-ης], ἡ προστυχιά. -
11 подлость
по́дл||остьж ἡ παλιανθρωπιά, ἡ ἀτιμία, ἡ προστυχιά, ἡ ποταπότητα [-ης]. -
12 пошлость
пошл||остьж ἡ χυδαιότητα [-ης], ὁ χυ-δαΐσμός, ἡ προστυχιά. -
13 προστυχοδουλειά
η1) недоброкачественная работа, работа низкого качества; 2) см. προστυχιά -
14 nastiness
noun αηδία,χυδαιότητα,προστυχιά,κακία -
15 вульгарность
[βουλ'γκάρναστ'] ουσ. θ. προστυχία -
16 вульгарность
[βουλ'γκάρναστ'] ουσ θ προστυχία -
17 нечистота
-ы θ.1. μη καθαριότητα, βρω μιά•в доме нечистота στο σπίτι δεν υπάρχει καθαριότητα.
2. ανηθικότητα, ατιμία, προστυχιά.3. πλθ. -оты ακαθαρσίες, βρωμιά, σκουπίδια. -
18 низменность
-и θ.1. βαθύπεδο.2. μτφ. χαμέρπεια, ποταπότητα, ευτέλεια, ελεεινότητα• προστυχιά•низменность желаний χαμαιζηλία•
низменность мыслей η ελεεινότητα των σκέψεων.
-
19 низость
-и θ.χαμέρπεια, ποταπότητα, ελεεινότητα• προστυχιά, ατιμία. || πράξη άτιμη, πρόστυχη. -
20 подлость
-и θ.προστυχιά, ατιμία, αισχρότητα• εξαχρείωση, βρωμιά.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προστυχιά — η 1. η ιδιότητα του πρόστυχου, η χυδαιότητα, η ευτέλεια, η κακή ποιότητα. 2. πρόστυχη, ανήθικη πράξη: Αυτό που έκανες είναι προστυχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστυχιά — η, Ν [πρόστυχος] 1. χυδαιότητα, ευτέλεια, χαμέρπεια 2. πρόστυχη πράξη («δεν μπορώ να ανεχθώ τις προστυχιές») … Dictionary of Greek
αισχημοσύνη — αἰσχημοσύνη, η (Α) αισχρότητα, προστυχιά … Dictionary of Greek
ευτέλεια — η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) [ευτελής] 1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή 2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότητα («ευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.) μσν. 1. περιφρόνηση, καταφρόνηση 2. (με… … Dictionary of Greek
μικροπρέπεια — η (Α μικροπρέπεια και μτγν. τ. σμικροπρέπεια) [μικροπρεπής] 1. ο χαρακτήρας τού μικροπρεπούς, το να κάνει κανείς πράγματα που ταιριάζουν σε ασήμαντους ή ποταπούς ανθρώπους, αναξιοπρέπεια, ευτέλεια χαρακτήρα 2. χυδαιότητα, προστυχιά αρχ. 1. το… … Dictionary of Greek
μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα … Dictionary of Greek
ποταπότητα — η, Ν η ιδιότητα τού ποταπού, ευτέλεια, μηδαμινότητα, προστυχιά («ποταπότητα συμπεριφοράς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταπός. Η λ., στον λόγιο τ. ποταπότης, μαρτυρείται από το 1825 στο Γραικογαλλικόν Λεξικόν τού F. D. Deheque] … Dictionary of Greek
προστυχάδα — η, Ν η προστυχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άδα (Ι) (πρβλ. πονηρ άδα)] … Dictionary of Greek
προστυχοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά κακής ποιότητας 2. πρόστυχη πράξη, προστυχιά … Dictionary of Greek
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του … Dictionary of Greek