-
1 προστατηρίω
-
2 προστατηρίῳ
См. также в других словарях:
προστατηρίῳ — προστατήριος standing before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προστατηρίω
2 προστατηρίῳ
προστατηρίῳ — προστατήριος standing before masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)