-
1 προστασία
προ-στασία, ἡ, der Vorstand, das Vorstehen, an der Spitze Stehen; Macht und Gewalt des Vorstehers, Herrschers, sein Ansehen, auch der äußere Glanz, mit dem er auftritt, Gefolge, Pracht; ἡ τοῠ συγγραφέως πρ., das Ansehen des Schriftstellers. Auch Parteiung, Faction, zur Beeinträchtigung eines anderen -
2 προ-στασία
προ-στασία, ἡ, der Vorstand, das Vorstehen, an der Spitze Stehen, τοῦ δήμου, τοῦ πλήϑους, Thuc. 2, 65; ὧν ἡγοῦντο ἐπ' ἐτησίῳ προστασίᾳ ἐκ τοῦ ἀρχικοῦ γένους Νικάνωρ καὶ Φώτιος, 2, 80. 6, 89; Macht und Gewalt des Vorstehers, Herrschers, sein Ansehen, auch der äußere Glanz, mit dem er auftritt, Gefolge, Pracht, οὐ μόνον προστασία βασιλική, ἀλλὰ καὶ δύναμις, Pol. 4, 2, 7; ἱερὸν ἐπιφανέστατον τῷ τε πλούτῳ καὶ τῇ λοιπῇ προστασίᾳ, 1, 55, 8; auch κατὰ τὴν ἐσϑῆτα καὶ τὴν ἄλλην προστασίαν λιτός, 22, 17, 10; vgl. 5, 43, 3. 27, 13, 4; ἡ τοῠ συγγραφέως πρ., das Ansehen des Schriftstellers, 12, 28, 6, u. sonst. – Auch Parteiung, Faction, zur Beeinträchtigung eines Andern, τοῠτ' οὐχ ὁμολογουμένη προστασία, Dem. 30, 30, womit man 10, 52 vergleichen kann; Harpocr. erklärt βοήϑεια ὡς προισταμένου τινὸς καὶ ἐπικουροῦντος τῷ ἀδικουμένῳ. – Bei Aesch. 2, 105, ὡς δεῖ τὰ τῆς Ἀϑηναίων ἀκροπόλεως προπύλαια μετενεγκεῖν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Καδμείας, = προστάς, Vorhalle, Didym. bei Harpocr. h. v.; ἡ περὶ τὸ ϑέατρον πρ., Pol. 15, 30, 4. Nach Arcad. 99, 9 προστασιά zu accentuiren. – Bei Plut. Rom. 13 das röm. Patronat.
-
3 πρό-στασις
πρό-στασις, ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas Anderes verbirgt, ὅςπερ μὴ καϑάπερ παῖς ἔξωϑεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως, Plat. Rep. IX, 577 a; Hippocr., u. öfter bei Sp. – Nach Didym. bei Harpocr. v. προστασία auch = προστάς, Vorhalle.
-
4 συμ-παρα-μένω
συμ-παρα-μένω (s. μένω), mit od. zugleich dabei bleiben, ἀπ' ἐκείνου ξυμπαρέμεινεν ἡ προστασία ἡμῖν τοῦ πλήϑους Thuc. 6, 89.
-
5 ἐτήσιος
ἐτήσιος, ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένϑος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).
-
6 πρόστασις
πρό-στασις, ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas anderes verbirgt; προστασία, προστάς, Vorhalle
См. также в других словарях:
προστασία — προστασίᾱ , προστάσιος fem nom/voc/acc dual προστασίᾱ , προστάσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προστασίᾱ , προστασία standing in front fem nom/voc/acc dual προστασίᾱ , προστασία standing in front fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστασίᾳ — προστασίᾱͅ , προστάσιος fem dat sg (attic doric aeolic) προστασίαι , προστασία standing in front fem nom/voc pl προστασίᾱͅ , προστασία standing in front fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… … Dictionary of Greek
προστασία — η βοήθεια, προφύλαξη, υπεράσπιση, προάσπιση, συμπαράσταση: Προστασία του περιβάλλοντος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστασίας — προστασίᾱς , προστάσιος fem acc pl προστασίᾱς , προστάσιος fem gen sg (attic doric aeolic) προστασίᾱς , προστασία standing in front fem acc pl προστασίᾱς , προστασία standing in front fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστασίαι — προστασίᾱͅ , προστάσιος fem dat sg (attic doric aeolic) προστασία standing in front fem nom/voc pl προστασίᾱͅ , προστασία standing in front fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστασίαν — προστασίᾱν , προστάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) προστασίᾱν , προστασία standing in front fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
προτεκτοράτο — Η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek