Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

προστασιά

См. также в других словарях:

  • προστασία — προστασίᾱ , προστάσιος fem nom/voc/acc dual προστασίᾱ , προστάσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προστασίᾱ , προστασία standing in front fem nom/voc/acc dual προστασίᾱ , προστασία standing in front fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστασίᾳ — προστασίᾱͅ , προστάσιος fem dat sg (attic doric aeolic) προστασίαι , προστασία standing in front fem nom/voc pl προστασίᾱͅ , προστασία standing in front fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστασία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προστασίη Α 1. επιμέλεια, φροντίδα (α. «προστασία τού περιβάλλοντος» β. «δι ἥν ποιεῑται ἡμῶν προστασίαν», πάπ.) 2. υπεράσπιση, προάσπιση, προφύλαξη, περιφρούρηση (α. «προστασία τών ανθρώπινων δικαιωμάτων» β. «ἀπογνῶναι δὲ… …   Dictionary of Greek

  • προστασία — η βοήθεια, προφύλαξη, υπεράσπιση, προάσπιση, συμπαράσταση: Προστασία του περιβάλλοντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστασίας — προστασίᾱς , προστάσιος fem acc pl προστασίᾱς , προστάσιος fem gen sg (attic doric aeolic) προστασίᾱς , προστασία standing in front fem acc pl προστασίᾱς , προστασία standing in front fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστασίαι — προστασίᾱͅ , προστάσιος fem dat sg (attic doric aeolic) προστασία standing in front fem nom/voc pl προστασίᾱͅ , προστασία standing in front fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστασίαν — προστασίᾱν , προστάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) προστασίᾱν , προστασία standing in front fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …   Dictionary of Greek

  • προτεκτοράτο — Η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»