-
1 προσταλαιπωρείσθαι
προσταλαιπωρέωhold out: pres inf mp (attic epic)προσταλαιπωρέωhold out: pres inf mp (attic epic) -
2 προσταλαιπωρεῖσθαι
προσταλαιπωρέωhold out: pres inf mp (attic epic)προσταλαιπωρέωhold out: pres inf mp (attic epic)
См. также в других словарях:
προσταλαιπωρεῖσθαι — προσταλαιπωρέω hold out pres inf mp (attic epic) προσταλαιπωρέω hold out pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)