-
1 προσσφαζω
См. также в других словарях:
προσσφάζω — και προσσφάττω Α σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πρόσσφαγμα — άγματος, τὸ, Α [προσσφάζω] πρόσθετο σφάγιο θυσίας … Dictionary of Greek