-
1 προσστρώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσστρώννυμι
См. также в других словарях:
προσστρώννυμι — Α τοποθετώ πρόσθετο στρώμα θεμελίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + στρώννυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek
1 προσστρώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσστρώννυμι
προσστρώννυμι — Α τοποθετώ πρόσθετο στρώμα θεμελίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + στρώννυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek