-
1 προσστελλω
приставлять, прилаживать, приделывать(τί τινι Luc.)
προσστέλλεσθαι τοῖς ὀρεινοῖς Plut. — прислоняться к горам, т.е. располагать войска у подножия гор;προσεσταλμένος τινί Luc. — плотно прилегающий к чему-л.;ἥ θρὴξ προσεσταλμένη Arst. — гладкая шерсть;ἰσχία προσεσταλμένα Xen. — узкие бедра;ἐπιστήμη προσεσταλμένη Plat. — скромная (не высокомерная) ученость -
2 προσστέλλω
A bring close to,καρχησίῳ τὸ κέρας Luc.Am.6
:—[voice] Med., keep close to, τοῖς ὀρεινοῖς, of a general, Plu.Sull.19.II [voice] Pass., to be tight-drawn, close tucked in, προσεσταλμένος, of an abscess which does not project, Hp.Prog.7;προσστέλλεται τῷ χρωτὶ τὸ δέρμα Gal.18(2).599
; ἰσχία ἔνδοθεν προσεσταλμένα loins drawn or tucked up, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Poll.5.58; κοιλία πλατεῖα καὶ π., ἰσχίον π., Arist.Phgn. 807a34, 37; ἡ [τοῦ βονάσου] θρὶξ τῆς τοῦ ἵππου.. προσεσταλμένη μᾶλλον lying closer to the skin, Id.HA 630a25; αἱ σάρκες αὐτοῖς ὀστέοις π. Luc.Am.14; αἰδοῖον, τιτθοὶ π., Gal.8.451,452;φύλλα Dsc.4.88
; προστείλας (leg. προσστ-) τὰ ἄρθρα reducing swellings in the joints, Philagr. ap. Aët. 12.49.2 metaph., to be orderly, modest, .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσστέλλω
См. также в других словарях:
προσστέλλω — ΜΑ (η μτχ. παθ. παρακμ.) προσεσταλμένος, η, ον α) αυτός που είναι πολύ κοντά σε κάτι, ο προσκολλημένος σε κάτι («αἱ σάρκες αὐτοῑς ὀστέοις προσεσταλμέναι», Λουκιαν.) (αρχ) 1. φέρνω κάτι κοντά σε κάτι άλλο («τὸν ἱστὸν ἐκ τῶν μεσοκοίλων ἀπάραντες… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσσταλτικός — ή, όν, Α [προσστέλλω] αυτός που προκαλεί συστολή, ο συσταλτικός («προσσταλτικὰ τῶν ὄγκων φάρμακα», Αέτ.) … Dictionary of Greek
πρόσσταλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσστέλλω] συστολή («τῆς γαστρὸς πρόσσταλσίς», Παύλ. Αιγ.) … Dictionary of Greek