Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προσποιούμαι

  • 1 předstírat

    προσποιούμαι

    Česká-řecký slovník > předstírat

  • 2 pretend

    προσποιούμαι

    English-Greek new dictionary > pretend

  • 3 притвориться

    притвориться, притворяться προσποιούμαι; \притвориться глухим κάνω τον κουφό
    * * *
    = притворяться

    притвори́ться глухи́м — κάνω τον κουφό

    Русско-греческий словарь > притвориться

  • 4 притворяться

    притворяться I
    несов (закрываться) κλείνω (άμετ.), σφαλώ (άμετ.).
    притворяться II
    несов (прикидываться) ὑποκρίνομαι / προσποιοῦμαι, καμώνομαι (кем-л., чем-л.):
    \притворяться глухи́м κά(μ)νω τόν κουφό· \притворяться незнающим κάνω πώς δέν ξέρω, προσποιοῦμαι ἄγνοιαν \притворяться непонимающим κά(μ)νω δτι δέν καταλαβαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > притворяться

  • 5 pretend

    [pri'tend]
    1) (to make believe that something is true, in play: Let's pretend that this room is a cave!; Pretend to be a lion!; He wasn't really angry - he was only pretending.) προσποιούμαι,κάνω(πως)
    2) (to try to make it appear (that something is true), in order to deceive: He pretended that he had a headache; She was only pretending to be asleep; I pretended not to understand.) προσποιούμαι,προφασίζομαι
    - false pretences

    English-Greek dictionary > pretend

  • 6 маска

    θ.
    1. προσωπίδα, προσωπείο, μάσκα.
    2. μτφ. πρόσχημα, προσποίηση•

    маска равнодушия μάσκα απάθειας, αδιαφορίας•

    под -ой лояльности με τη μάσκα της νομιμοφροσύνης.

    || άγαλμα κεφαλιού ανθρώπου ή ζώου. || εκμαγείο, γύψινη μάσκα.
    3. προφυλακτικό μέσο•

    противогазная маска αντιασφυξιογονική μάσκα•

    фехтовальная маска μάσκα ξιφασκίας.

    4. (στρατ.) καμουφλάζ, -άρισμα.
    надеть (на себя) -у φορώ μάσκα (κρύβω την πραγματικότητα)• προσποιούμαι•

    носить -у φέρω (φορώ) μάσκα κρύβω το ουσιώδες, την αλήθεια προσποιούμαι•

    сорвать -у αφαιρώτο προσωπείο (φανερώνω).

    Большой русско-греческий словарь > маска

  • 7 симулировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ. παρα-σταινω, προσποιούμαι• υποκρίνομαι.
    προσποιούμαι, υποκρίνομαι, παρασταίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > симулировать

  • 8 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 9 делать

    дела||ть
    несов
    1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:
    что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·
    2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·
    3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:
    \делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!.

    Русско-новогреческий словарь > делать

  • 10 корчить

    ко́рч||ить
    несов
    1. безл ἔχω σπασμούς, σφαδάζω:
    его \корчитьит от боли σφαδάζει ἀπ· ιόν πόνο· 2.·, \корчить рожи (гримасы) κά(μ)νω μορφασμούς, κά(μ)νω γκριμάτσες, μορφάζω·
    3. тк. несов (прикидываться кем-л.) разг παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, κά(μ)νω:
    \корчить из себя (важничать) κάνω τόν καμπόσο, κάνω τόν σπουδαίο· \корчить из себя ученого παριστάνω τόν σοφὅ \корчить из себя недотрогу παριστάνω τόν μή μοῦ ἄπτου· \корчить дурака κάνω τόν βλάκα.

    Русско-новогреческий словарь > корчить

  • 11 лицемерить

    лицемер||ить
    несов ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > лицемерить

  • 12 представляться

    представлять||ся
    1. (появляться) παρουσιάζομαι:
    представляется случай παρουσιάζεται εὐκαιρία·
    2. (казаться) φαίνομαι:
    мне представляется, что... μοῦ φαίνεται δτι...· это мне представляется маловероятным μου φαίνεται ἀπίθανο·
    3. (притворяться) разг καμώνομαι, προσποιοῦ-μαι, κάνω:
    \представлятьсяся больным προσποιοῦμαι τόν ἀρρωστο, κάνω τόν ἄρρωστο·
    4. (при знакомстве) συσταίνομαι, συστήνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > представляться

  • 13 прикидываться

    прикидывать||ся
    (кем-л.) разг κάνω, προσποι-οῦμαι:
    \прикидыватьсяся больным προσποιούμαι τόν ἄρρωστο· \прикидыватьсяся дурачком κάνω τόν κουτό.

    Русско-новогреческий словарь > прикидываться

  • 14 симулировать

    симул||ировать
    сов и несов προσποιούμαι, ὑποκρίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > симулировать

  • 15 фалыиивить

    фалыии||вить
    несов
    1. (быть неискренним) ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι·
    2. (фальшиво петь или играть) φαλτσάρω, κάνω παραφωνία, κάνω φάλτσο.

    Русско-новогреческий словарь > фалыиивить

  • 16 connive

    ((with at) to make no attempt to hinder (something wrong or illegal): Her mother connived at the child's truancy.) προσποιούμαι άγνοια, `κάνω τα στραβά μάτια`

    English-Greek dictionary > connive

  • 17 counterfeit

    1. adjective
    1) (copied or made in imitation especially with a dishonest purpose: counterfeit money.) πλαστός
    2) (not genuine or not real.) κίβδηλος
    2. verb
    1) (to make a copy of for dishonest purposes: to counterfeit banknotes.) παραχαράζω, πλαστογραφώ
    2) (to pretend: She counterfeited friendship.) προσποιούμαι

    English-Greek dictionary > counterfeit

  • 18 fake

    [feik] 1. noun
    1) (a worthless imitation (especially intended to deceive); a forgery: That picture is a fake.) απομίμηση
    2) (a person who pretends to be something he is not: He pretended to be a doctor, but he was a fake.) κάλπης,απατεώνας
    2. adjective
    1) (made in imitation of something more valuable, especially with the intention of deceiving: fake diamonds.) ψεύτικος,πλαστός
    2) (pretending to be something one is not: a fake clergyman.) ψεύτικος
    3. verb
    (to pretend or imitate in order to deceive: to fake a signature.) πλαστογραφώ, προσποιούμαι

    English-Greek dictionary > fake

  • 19 feign

    [fein]
    (to pretend to feel: He feigned illness.) προσποιούμαι,προφασίζομαι

    English-Greek dictionary > feign

  • 20 make believe

    (to pretend (that): The children made believe they were animals.) προσποιούμαι

    English-Greek dictionary > make believe

См. также в других словарях:

  • προσποιούμαι — προσποιούμαι, προσποιήθηκα βλ. πίν. 74 , βλ. πίν. 75 Σημειώσεις: προσποιούμαι : σε ορισμένα λεξικά αναφέρεται και μτχ. προσποιημένος, η οποία εντοπίστηκε στο υλικό μας μόνο σ ένα σημείο (με μια προσποιημένη απάθεια [Διηγ. Τσίρκα, σελ. 114]) με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσποιούμαι — προσποιοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, έω, Α καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.)… …   Dictionary of Greek

  • προσποιούμαι — προσποιήθηκα 1. υποκρίνομαι, προσπαθώ να φανώ αλλιώτικος για να ξεγελάσω κάποιον: Προσποιείται τον αθώο. 2. απομιμούμαι: Προσποιείται τα καμώματα του θείου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσποιοῦμαι — προσποιέω make over to pres ind mp 1st sg (attic epic doric) προσποιέω make over to pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελοκωφεύω — προσποιούμαι τον κουφό, κάνω πως δεν ακούω …   Dictionary of Greek

  • εθελοτυφλώ — προσποιούμαι ότι δε βλέπω, κάνω τα στραβά μάτια: Ο χωροφύλακας εθελοτυφλεί και δεν πιάνει τον κουλουροπώλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκήπτω — Α 1. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. (με αιτ. πράγματος) χρησιμοποιώ κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα («τὴν βίαν σκήψασ ἔχεις», Ευρ.) 3. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω («μήθ ὑπὲρ ἄστρων βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 4. (για αρρώστια,… …   Dictionary of Greek

  • ακκίζομαι — (Α ἀκκίζομαι) 1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα τό επιθυμώ, «κάνω νάζια» 2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκκὼ( οῦς)*. ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… …   Dictionary of Greek

  • επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»