-
1 προσποιητικώς
-
2 προσποιητικῶς
См. также в других словарях:
προσποιητικῶς — προσποιητικός making pretence to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προσποιητικώς
2 προσποιητικῶς
προσποιητικῶς — προσποιητικός making pretence to adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)