Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

προσπερνώ

  • 1 προσπερνώ

    [проспэрно] р. обгонять, опережать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσπερνώ

  • 2 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 3 перегнать

    перегнать ξεπερνώ, προσπερνώ
    * * *
    ξεπερνώ, προσπερνώ

    Русско-греческий словарь > перегнать

  • 4 превзойти

    превзойти, превосходить υπερβαίνω, υπερέχω, προσπερνώ· πλεονεκτώ (иметь преимущество)
    * * *
    = превосходить
    υπερβαίνω, υπερέχω, προσπερνώ; πλεονεκτώ ( иметь преимущество)

    Русско-греческий словарь > превзойти

  • 5 пройти

    пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω
    * * *
    1) περνώ, διαβαίνω

    пройти́ ми́мо — προσπερνώ

    пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!

    прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες

    конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία

    2) ( прекратиться) περνώ, παύω

    Русско-греческий словарь > пройти

  • 6 обходить

    обходить
    несов
    1. (вокруг чего-л.) κάνω γΰρο:
    \обходить караулом περιέρχομαι μέ τήν περίπολο, περιπολώ·
    2. (побывать в разных местах) ἐπισκέπτομαι, περιέρχομαι, φέρνω γύρο·
    3. (распространяться) διαδίδομαι, κυκλοφορώ·
    4. (огибать) παρακάμπτω, περνώ δίπλα, προσπερνώ·
    5. (избегать, уклоняться) παρακάμπτω:
    \обходить щекотливый вопрос παρακάμπτω λεπτό ζήτημα· \обходить закон παρακάμπτω τό νόμο· \обходить молчанием ἀποσιωπώ·
    6. (опережать) разг προσπερνώ κάποιον·
    7. (обманывать) разг ἐξαπατώ γελώ κάποιον ◊ \обходить противника ὑπερφαλαγγίζω τόν ἀντίπαλο.

    Русско-новогреческий словарь > обходить

  • 7 обгон

    το προσπέρασμα, η προσπέραση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обгон

  • 8 перегонять

    1. хим. διυλίζω, αποστάζω 2. (в другое место) μετασταθμεύω, μεταφέρω 3. (обгонять, опережать) προσπερνώ, ξεπερνώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегонять

  • 9 миновать

    минова||ть
    сов и несов
    1. (проехать, пройти мимо) προσπερνώ, παρακάμπτω, παρέρχομαι·
    2. (избежать) ἀπόφευγα), διαφεύγω, ξεφεύγω:
    этого не \миновать δέν θά μπορέσει νά ξεφύγει·
    3. (окончиться) λήγω, παρέρχομαι, περνώ, τελειώνω:
    опасность \миноватьла ὁ κίνδυνος πέρασε· ◊ минуя подробности παραλείποντας τίς λεπτομέρειες (τά καθέκαστα).

    Русско-новогреческий словарь > миновать

  • 10 обгон

    обгон
    м τό προσπέρασμα:
    поехать в\обгон προσπερνώ.

    Русско-новогреческий словарь > обгон

  • 11 обгонять

    обгонять
    несов
    1. ξεπερνώ, προσπερνώ·
    2. перен ξεπερνώ, ὑπερβαίνω.

    Русско-новогреческий словарь > обгонять

  • 12 оставить

    оставить
    сов, оставлять несов
    1. ἀφήνω:
    \оставить книгу до́ма ἀφήνω τό βιβλίο στό σπίτι· \оставить вопрос нерешенным ἀφήνω τό ζήτημα ἄλυτο· \оставить в стороне ἀφήνω κατά μέρος, ἀφήνω στήν μπάντα· \оставить в недоумении ἀφήνω σέ ἀμηχανία· \оставить в покое ἀφήνω ήσυχο·
    2. (покидать, бросать) ἀφήνω, ἐγκαταλείπω:
    \оставить в беде ἐγκαταλείπω στή δυστυχία·
    3. (отказываться) ἐγκαταλείπω:
    \оставить всякую надежду ἐγκαταλείπω κάθε ἐλπίδα·
    4. (сохранять, удерживать) ἐπιφυλάττω, φυλάσσω, διατηρώ:
    \оставить за собой право ἐπιφυλάσσομαι, ἐπιφυλάσσω είς ἐμαυτόν τό δικαίωμα· ◊ \оставить на второй год (в школе) ἀφήνω στήν ίδια τάξη· \оставить кого-л. позади́ ἀφήνω πίσω, προσπερνώ· \оставить впечатление ἀφήνω τήν ἐντύπωση· \оставить память ἀφήνω ἀνάμνηση· \оставить без внимания δέν δίνω προσοχή, παραμελώ· \оставить без последствий δέν δίνω συνέχεια, ἀφήνω χωρίς ἐπακόλουθα· \оставить кого-л. в дураках κοροϊδεύω (или γελώ, ἐξαπατώ) κάποιον не оставить камня на камне δέν ἀφήνω λίθον ἐπί λίθου· Зто оставляет желать (много) лучшего αὐτό ἔχει ἀκόμα πολ-λες ἐλλείψεις· позвольте мне вас оставить ἐπιτρέψατε μου νά σᾶς ἀφήσω· оставь! ἄστο!, ἄφησέ το!, παράτα το!· оставим §то! ἀς τ' ἀφήσουμε αὐτό!, ἄς ἀλλἀ-, ξουμε θέμα!

    Русско-новогреческий словарь > оставить

  • 13 перегонять

    перегонять
    несов
    1. (в другое место) ὀδηγῶ, φέρνω:
    \перегонять скот μετακινώ τό κοπάδι·
    2. (обгонять) ξεπερνώ, προσπερνώ, ὑπερβαίνω·
    3. хим. ἀποστάζω, λαμπικάρω.

    Русско-новогреческий словарь > перегонять

  • 14 позади

    позади́
    1. предлог с род. п. (ὁ)πίσω, ὀπισθεν:
    \позади всех πίσω ἀπ' ὀλους, τελευταίος·
    2. нареч (ό)πίσω:
    остаться \позади μένω πίσω, καθυστερώ· оставить кого-л, \позади ξεπερνώ, προσπερνώ, ἀφήνω πίσω κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > позади

  • 15 миновать

    [μιναβάτ'] ρ. προσπερνώ, αποφεύγω

    Русско-греческий новый словарь > миновать

  • 16 обгонять

    [αμπγκανγιάτ'] ρ. ξεπερνώ, προσπερνώ

    Русско-греческий новый словарь > обгонять

  • 17 миновать

    [μιναβάτ'] ρ προσπερνώ, αποφεύγω

    Русско-эллинский словарь > миновать

  • 18 обгонять

    [αμπγκανγιάτ'] ρ ξεπερνώ, προσπερνώ

    Русско-эллинский словарь > обгонять

  • 19 выпередить

    -режу, -редишь, ρ.σ.μ. παλ. ξεπερνώ, προσπερνώ, βγαίνω μπροστά, προπορεύομαι, προηγούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выпередить

  • 20 обежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.μ.
    1. περιτρέχω, φέρνω γύρω τρέχοντας•

    обежать дом φέρνω γύρω το σπίτι τρέχοντας.

    2. παρακάμπτω, αποφεύγω.
    3. προσπερνώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο.
    4. βλ. обегать.
    εκφρ.
    - глазами (взглядом) – περιφέρω το.βλέμμα γρήγορα, ρίχνω γρήγορη, ματ ιά.

    Большой русско-греческий словарь > обежать

См. также в других словарях:

  • προσπερνώ — προσπερνάω / προσπερνώ, προσπέρασα βλ. πίν. 68 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσπερνώ — και προσπερνάω Ν 1. πλησιάζω και ξεπερνώ κάποιον σε πορεία 2. περνώ μπροστά από κάποιον και απομακρύνομαι («κι ίδια παλιάτσους ένιωθα να προσπερνάνε μπρος μου», Ζερβ.) 3. προηγούμαι 4. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερτερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περνώ,… …   Dictionary of Greek

  • προσπερνώ — προσπέρασα 1. περνώ κάποιον, ξεπερνώ: Στη στροφή τον προσπέρασε. 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος: Τον προσπέρασε στο πήδημα. 3. περνώ μπροστά από κάποιον: Τον χαιρέτησε αφού τον προσπέρασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπαρέρχομαι — (AM ἀντιπαρέρχομαι) νεοελλ. 1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις») 2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι 3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο αρχ. 1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω,… …   Dictionary of Greek

  • παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… …   Dictionary of Greek

  • προσπέρασμα — το, Ν [προσπερνώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπερνώ …   Dictionary of Greek

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • απαφήνω — (Μ ἀπαφὴνω) 1. αφήνω εντελώς, εγκαταλείπω, παρατώ 2. προσπερνώ 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. κληροδοτώ …   Dictionary of Greek

  • αφήνω — και αφίνω Ι. (μτβ.) 1. παύω να κρατώ κάτι 2. τοποθετώ, ακουμπώ, βάζω κάπου 3. εγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παρατώ 4. αποχωρίζομαι κάποιον 5. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω από κάπου 6. σταματώ, παύω 7. μτφ. απαρνούμαι, αποβάλλω κακές συνήθειες 8. (για… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

  • εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»