Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσπελάσῃ

  • 1 προσπελάση

    προσπελάσηι, προσπέλασις
    bringing: fem dat sg (epic)
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσπελάση

  • 2 προσπελάσῃ

    προσπελάσηι, προσπέλασις
    bringing: fem dat sg (epic)
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσπελάσῃ

  • 3 προσπέλαση

    [-νς (-εως)] η приближение, подход; сближение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσπέλαση

  • 4 προσπέλαση

    access

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσπέλαση

  • 5 προσπελάσηι

    προσπέλασις
    bringing: fem dat sg (epic)
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: aor subj mid 2nd sg
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: aor subj act 3rd sg
    προσπελάσῃ, προσπελάζω
    cause to approach: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσπελάσηι

См. также в других словарях:

  • προσπέλαση — η / προσπέλασις, άσεως, ΝΑ [προσπελάζω] η ενέργεια τού προσπελάζω, η προσέγγιση, το πλησίασμα νεοελλ. φρ. «προσπέλαση πεζικού» στρ. προσέγγιση τού πεζικού στις εχθρικές θέσεις σε απόσταση βολής πριν από την επίθεση …   Dictionary of Greek

  • προσπέλαση — η πλησίασμα, προσέγγιση, ερχομός κοντά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσπελάσῃ — προσπελάσηι , προσπέλασις bringing fem dat sg (epic) προσπελάζω cause to approach aor subj mid 2nd sg προσπελάζω cause to approach aor subj act 3rd sg προσπελάζω cause to approach fut ind mid 2nd sg προσπελάζω cause to approach aor subj mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπελάσηι — προσπέλασις bringing fem dat sg (epic) προσπελάσῃ , προσπελάζω cause to approach aor subj mid 2nd sg προσπελάσῃ , προσπελάζω cause to approach aor subj act 3rd sg προσπελάσῃ , προσπελάζω cause to approach fut ind mid 2nd sg προσπελάσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φαίστος — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… …   Dictionary of Greek

  • αλήθεια — Η ακρίβεια. Αυτό που δεν είναι ψευδές ή πλαστό. Αυτό που υπάρχει αντικειμενικά. Η πραγματικότητα. Η α. συνιστά το πρωταρχικό και δυσκολότερο πρόβλημα της ανθρώπινης γνώσης. Είναι το πρωταρχικό, στον βαθμό που η προσπάθεια για την προσέγγισή του… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»