-
1 προσπασσαλεύω
A nail fast to,σε τῷδε.. πάγῳ A.Pr.20
; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.Pl. 943
; but in Hdt.9.120, σανίδα (or σανίδας) προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) (nisi leg. σανίδι):—[voice] Pass.,προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1
; τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας.. προσπεπ. Luc.DMar.14.3: metaph., ἀχανής, προσπεπατταλευμένος, ἄφωνος fixed to the spot, Hegesipp.Com.1.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπασσαλεύω
-
2 προσπασσαλόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπασσαλόω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский