Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

προσπαθεῖν

См. также в других словарях:

  • προσπαθεῖν — προσπάσχω experience in addition aor inf act (attic epic doric) προσπαθέω feel passionate love for pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαθώ — προσπαθῶ, έω, ΝΜΑ [προσπαθής] 1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού 2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει») μσν. αρχ. υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»