-
1 προσορχεομαι
приплясывать, танцевать(κυμβαλίζειν καὴ π. Luc.)
π. τοῖς λόγοις τινός Plut. — танцуя, слушать чьи-л. слова
См. также в других словарях:
προσορχεῖσθαι — προσορχέομαι dance to pres inf mp (attic epic) προσορχέομαι dance to pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωρχοῦ — προσορχέομαι dance to imperf ind mp 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωρχοῦντο — προσορχέομαι dance to imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωρχήσατο — προσορχέομαι dance to aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)