-
1 προσομολογέω
A concede or grant besides, Hyp.Ath.8; agree with,τοῖσι ὀρθῶς εἰρημένοισι Hp.Vict.1.1
; acknowledge a further debt,π. τριακοσίας δραχμάς Isoc.17.39
, cf. D.27.42: c. acc. et inf. with or without dat., grant also that.., Pl.Grg. 461b, Sph. 248d;ἀληθῆ εἶναι D. 48.44
.2 simply, concede, allow, Isoc.9.50; admit, confess,πάντων εἶναι δεινότατος Id.15.35
;τὴν ἐπιβουλήν J.BJ1.25.1
:—[voice] Pass.,ταῦθ' ὑμῖν -ομολογεῖται ἅπαντα And.1.15
;παλαιὰ καὶ λίαν προσωμολογημένα Aeschin.3.53
(v.l. προωμ-).4 give in, surrender, X.An.7.4.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσομολογέω
-
2 προσομολογία
προσομολογ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσομολογία
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский