-
1 προσομιλητικος
-
2 προσομιλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσομιλητικός
-
3 προσομιλητικήν
προσομιλητικόςof: fem acc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προσομιλητικός — ή, όν, Α [προσομιλῶ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσομιλία* ή ο αρμόδιος για συναναστροφή 2. αυτός που γίνεται με συναναστροφή, επικοινωνία 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ προσομιλητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής συναναστροφής με τους άλλους… … Dictionary of Greek
προσομιλητικήν — προσομιλητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)