-
1 προσοιστεος
adj. verb. к προσφέρω См. προσφερω
См. также в других словарях:
προσοιστέος — to be added to masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοιστέον — προσοιστέος to be added to masc acc sg προσοιστέος to be added to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοιστέων — προσοιστέος to be added to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)