-
1 προσοίκειος
προσοίκ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοίκειος
-
2 προσοικειόω
II [voice] Pass., οἱ προσῳκειωμένοι near relations, D.S.3.9.2 = οἰκειόω 11.1 b, Phld.D.3.2;πρὸς τὴν ἡδονήν Gal.4.819
.3 Astrol., to be associated in domicile with, Κρόνος -ωθεὶς τῇ Σελήνῃ Vett. Val.101.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοικειόω
-
3 προσοικείωσις
A = οἰκείωσις 2, Phld.D.3.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοικείωσις
-
4 προσοικέω
A dwell by or near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46;πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.Vect.1.8
; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or near, Pl.Ti. 22d:— also [voice] Pass.,τῇ πόλει -ῳκημένοι J.BJ4.4.3
.b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.).2 c. acc., dwell in or near, [ Ἐπίδαμνον] Th. 1.24;λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol. 1256a37
.II [voice] Pass., of a place, to be inhabited, Plu.2.938d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοικέω
-
5 προσοίκησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοίκησις
-
6 προσοικίζω
A found near or beside, ἡ προσοικισθεῖσα [πόλις] D.S.13.79;λόφος μέρει πόλεως -ῴκιστο J.BJ5.5.8
; also of a temple or worship, Porph. ap. Eus.PE3.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοικίζω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский