-
1 προσοδοποιός
προσοδοποιός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοδοποιός
См. также в других словарях:
προσοδοποιός — ὁ, Α κλητήρας δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + ποιός*] … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek