-
1 προσοίχομαι
1 approach with reverence (cf. ἐποίχομαι)ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
-
2 προσοίχομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοίχομαι
-
3 προσοιχόμενοι
προσοίχομαιhave gone to: pres part mp masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
προσοίχομαι — Α (αποθ.) πλησιάζω, προσεγγίζω έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἴχομαι «πηγαίνω»] … Dictionary of Greek
προσοιχόμενοι — προσοίχομαι have gone to pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)