-
1 προσμισγω
Her., Thuc. = προσμίγνυμι См. προσμιγνυμι -
2 προσμίσγω
A v. προσμείγνυμι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμίσγω
-
3 προσμιγνυμι
προσμιγνύω, Her., Thuc. προσμίσγω1) досл. примешивать, перен. приближать, связывать, присоединять(τέν πόλιν τῇ θαλάττῃ Plut.)
π. κίνδυνον τῇ πόλει Aeschin. — подвергать город опасности;π. τινα κράτει Pind. — приводить кого-л. к победе2) приближаться, соединяться, соприкасатьсяπροσμῖξαί τινι Soph. — подойти к кому-л.;
προσμίξας πρὸς τὰ ὅρια Xen. — вплотную подойдя к границам;προσμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὴ τοὺς μήπω βεβασανισμένους Plat. — подойдем поближе к тем, которых мы еще не рассмотрели;οὐ πάντων τῶν ὄντων ὅρος ὅρῳ προσμιγνύς Plat. — не у всех вещей край соприкасается с краем, т.е. не все примыкает непосредственно друг к другу;ἄπορος προσμίσγειν Her. — неприступный;προσέμιξεν τοὔπος ἡμῖν Soph. — дошло до нас, т.е. сбылось (вещее) слово3) сходиться для (рукопашного) боя, вступать в сражение(τοῖσι βαρβάροισι Her.)
προσμῖξαι πρός τι Thuc. — сразиться с чем-л.4) подходить, прибывать, подплывать(τῇ Ἀσίῃ Her.; τῷ Τάραντι Thuc.)
5) нападать, атаковать, штурмовать(τῷ τείχει τῶν πολεμίων Thuc.; μέλαθρα Eur.)
-
4 μισγοδία
A v. μιξοδία. [full] μισγόλας· θόρυβος, Hsch. [full] μισγόνομος γῆ, public pasture-land, Id. [full] μίσγω, v. μείγνυμι; cf. προσμίσγω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισγοδία
-
5 προσμείγνυμι
προσμείγνῡμι, Pl.Lg. 878b, also [full] προσμίσγω (v. infr.): [tense] fut. - μείξω: [tense] aor. - έμειξα:—A make to reach or touch,μακρὰ τείχη τῇ θαλάσσῃ Plu. Alc.15
;τῷ ποταμῷ τὸ δεξιόν Id.Art.8
: metaph. of a race-horse, π. κράτει δεσπόταν lead him to sure victory, Pi.O.1.22; reversely,π. κίνδυνον τῇ πόλει Aeschin.3.146
.2 Arith., add, Cat.Cod.Astr.1.168.3 mix in as well, Zos.Alch.p.142B.II intr., hold intercourse with, approach,ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προσμεῖξαι S.Ph. 106
;Ζηνὶ προσμείξων E.Fr. 911
(lyr.); of things,ὅρος ὅρῳ προσμειγνύς Pl.Lg. 878b
; ψυχὴ ἀρετῇ θείᾳ προς μείξασα having had communion with.., ib. 904d; προσέμειξεν.. τοὔπος ἡμῖν came suddenly upon us, S.Tr. 821 (lyr.); also ἐπειδὴ προσέμειξεν ἐγγὺς τοῦ στρατεύματος came near.., Th.4.93, cf. 7.41;ἐγγύτερον ἐπί τινας Pl.Plt. 290c
;αὐτοῖς ἐγγύθεν Id.Lg. 783b
.2 in hostile sense, meet in battle, engage with,προσέμειξαν τοῖσι βαρβάροισι Hdt.6.112
, cf. 5.64, etc.;πρὸς ἀταξίαν τοιαύτην.. ὀργῇ προσμείξωμεν Th.7.68
: abs., engage,ὅπῃ προσμείξειαν X.Cyr.5.4.46
; [οἱ Σκύθαι] ἄποροι προσμίσγειν difficult to come to close quarters with, Hdt.4.46.3 come or go close up to.., ;προσέμισγον τῷ ζεύγματι Id.7.70
;προσέμισγον πρὸς τὰς ἐπάλξεις Id.3.22
; but πρὸς τὰς ἐντὸς [ναῦς] προσμεῖξαι form a junction with them, Id.7.22, cf. X.Cyr.2.4.21;ὅπως οἱ τελευταῖοι -μείξειαν Id.An.4.2.16
: poet. c. acc., μέλαθρα π. E.Or. 1290 (lyr.).4 προσέμειξαν ([etym.] - ξε) τῇ Νάξῳ, τῇ Πελοποννήσῳ, τῇ Ἀσίῃ, put to shore at, arrived at, landed in, Hdt.6.96, 7.168, 8.130;τῷ Τάραντι προσμίσγει Th.6.104
, cf. 1.46;εἰς Θάψον ταῖς ναυσί Plu. Nic.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμείγνυμι
См. также в других словарях:
προσμίσγω — Α ιων. τ. βλ. προσμιγνύω … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
προσμειγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσμίσγω Α βλ. προσμιγνύω … Dictionary of Greek
προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω … Dictionary of Greek