-
1 προσμενω
(fut. προσμενῶ, aor. προσέμεινα)1) оставаться, пребывать(χρόνον πολλόν Her.; ἡμέρας τρεῖς NT.)
εἰ ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. — если я буду бездействовать;σῖγα πρόσμενε Soph. — храни молчание2) предстоять, тж. угрожать(τινί Aesch.)
3) поджидать, ждать(τινά Soph.)
Ὀρέστην προσμένουσα ἐφήξειν Soph. — ожидающая прихода Ореста -
2 προσμενώ
-
3 προσμενῶ
-
4 προσμένω
προσμένωbide: pres subj act 1st sgπροσμένωbide: pres ind act 1st sg -
5 προσμένω
προσμένω fut. προσμενῶ LXX; 1 aor. προσέμεινα; pf. inf. προσμεμενηκέναι (Just., D. 107, 2) (Pind., Hdt.+; ins; UPZ 60, 16 [168 B.C.]; LXX; GrBar 13:3; SibOr 5, 131; Jos., Vi. 62; 63; Just.).① to be steadfast in association, remain/stay with τινί someone or someth.ⓐ w. dat. of pers.α. lit. Mt 15:32; Mk 8:2.β. transf. sense τῷ κυρίῳ remain true to the Lord Ac 11:23 (Jos., Ant. 14, 20 τῷ Ἀριστοβούλῳ).ⓑ w. dat. of thing continue in ταῖς δεήσεσιν 1 Ti 5:5. τῇ χάριτι τοῦ θεοῦ Ac 13:43. τῇ προθέσει τῆς καρδίας πρ. ἐν τῷ κυρίῳ 11:23 v.l.② to stay on at a place beyond some point of time, remain longer, further (Herodas 8, 3) ἡμέρας ἱκανάς Ac 18:18. ἐν Ἐφέσῳ 1 Ti 1:3.—M-M. TW. -
6 προσμένω
1 withstand c. acc. ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν (sc. Ἀχιλλεύς) N. 3.60 -
7 προσμένω
A bide, wait,χρόνον πολλόν Hdt.1.199
, cf. 5.19;σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε S.El. 1236
, cf. 1399; ἡσυχάζων π. Id.OT 620; π. χρόνον ὀλίγον ἔστ' ἂν.., π. ἕως.. , Hdt.8.4, X.HG2.4.7.2 c. dat., remain attached to, cleave to,πάθεα π. τοκεῦσιν A.Eu. 497
(lyr.);τῷ Κυρίῳ Act.Ap.11.23
; π. ταῖς δεήσεσιν continue in.., 1 Ep.Ti.5.5;ταῖς ἑαυτῶν ἀγωγαῖς Gal.15.436
.II trans., wait for, await, c. acc., Thgn.1144, S.OT 837, El. 164(lyr.), etc.; face in battle, stand one's ground against,δορίκτυπον ἀλαλάν Pi.N.3.60
: c. acc. et inf. [tense] fut., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσμένω
-
8 προσμένω
{с.гл., 6}пребывать, оставаться, находиться, держаться.Ссылки: Мф. 15:32; Мк. 8:2; Деян. 11:23; 18:18; 1Тим. 1:3; 5:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσμένω
-
9 προσμένω
{с.гл., 6}пребывать, оставаться, находиться, держаться.Ссылки: Мф. 15:32; Мк. 8:2; Деян. 11:23; 18:18; 1Тим. 1:3; 5:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσμένω
-
10 προσμένω
(αόρ. προσέμεινα) μετ. ждать, ожидать; надеяться (на что-л.) -
11 προσμένω
пребывать, оставаться, находиться, держаться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσμένω
-
12 προσμένω
[прозмэно] р. юдать, ожидать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσμένω
-
13 προσμένω
+ V 0-1-0-0-3=4 JgsA 3,25; TobS 2,2; 3 Mc 7,17; Wis 3,9→ NIDNTT -
14 προσμένω
[прозмэно] ρ юдать, ожидать. -
15 προσμένετε
προσμένωbide: pres imperat act 2nd plπροσμένωbide: pres ind act 2nd plπροσμένωbide: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
16 προσμεινάντων
προσμένωbide: aor part act masc /neut gen plπροσμένωbide: aor imperat act 3rd pl -
17 προσμεμενηκότα
προσμένωbide: perf part act neut nom /voc /acc plπροσμένωbide: perf part act masc acc sg -
18 προσμεμένηκεν
προσμένωbide: perf ind act 3rd sgπροσμένωbide: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
19 προσμενούσαις
προσμένωbide: fut part act fem dat pl (attic epic doric)προσμένωbide: pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) -
20 προσμενούσης
προσμένωbide: fut part act fem gen sg (attic epic)προσμένωbide: pres part act fem gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
προσμένω — bide pres subj act 1st sg προσμένω bide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμένω — (παρατατ. πρόσμενα) βλ. πίν. 178 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσμενῶ — προσμένω bide fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμένω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιμένω Α 1. περιμένω με χαρά και ανυπομονησία κάποιον, ιδίως ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο, καρτερώ («σε προσμένω πάντοτε / νύχτα κι αυγή και μέρα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με ποθητές καταστάσεις ή γεγονότα) περιμένω ελπίζοντας,… … Dictionary of Greek
προσμένω — πρόσμεινα, αναμένω, ελπίζω, καρτερώ: Κι ακουμπισμένη σ ένα παραθύρι... προσμένει το φτωχό καραβοκύρη (Πορφύρας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσμένετε — προσμένω bide pres imperat act 2nd pl προσμένω bide pres ind act 2nd pl προσμένω bide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμένῃ — προσμένω bide pres subj mp 2nd sg προσμένω bide pres ind mp 2nd sg προσμένω bide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμεινάντων — προσμένω bide aor part act masc/neut gen pl προσμένω bide aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμεμενηκότα — προσμένω bide perf part act neut nom/voc/acc pl προσμένω bide perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμεμένηκεν — προσμένω bide perf ind act 3rd sg προσμένω bide plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσμενεῖ — προσμένω bide fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προσμένω bide fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)