-
1 προσμελωδούντος
-
2 προσμελῳδοῦντος
См. также в других словарях:
προσμελῳδοῦντος — προσμελῳδέω sing songs to pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 προσμελωδούντος
2 προσμελῳδοῦντος
προσμελῳδοῦντος — προσμελῳδέω sing songs to pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)