-
1 προσλεγομαι
-
2 προσελεκτο
См. также в других словарях:
προσλέξω — προσλέγομαι aor subj act 1st sg προσλέγομαι fut ind act 1st sg προσλέγομαι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλεγομένων — προσλέγομαι pres part mp fem gen pl προσλέγομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλέγει — προσλέγομαι pres ind mp 2nd sg προσλέγομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλέγομεν — προσλέγομαι pres ind act 1st pl προσλέγομαι imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλέγω — προσλέγομαι pres subj act 1st sg προσλέγομαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλέξαι — προσλέγομαι aor inf act προσλέξαῑ , προσλέγομαι aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέλεγον — προσλέγομαι imperf ind act 3rd pl προσλέγομαι imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελέγοντο — προσλέγομαι imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελέξαο — προσλέγομαι aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσελέξατο — προσλέγομαι aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσλεγομένοις — προσλέγομαι pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)