Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προσλογίζομαι

См. также в других словарях:

  • προσλογίζομαι — Α [λογίζομαι] 1. υπολογίζω, λογαριάζω επί πλέον 2. (σχετικά με χρηματικό ποσό) συναριθμώ («καὶ οὐ προσλογιζόμενα ὅσα αὐτὸς ἐν Κύπρῳ ἔσχε... [ενν. τάλαντα]», Λυσ.) 3. παίρνω υπ όψιν μου και κάτι ακόμη 4. καταλογίζω κάτι ακόμη («καὶ μὴ τῷ πλέον… …   Dictionary of Greek

  • προσλογιζομένων — προσλογίζομαι reckon pres part mp fem gen pl προσλογίζομαι reckon pres part mp masc/neut gen pl προσλογίζομαι reckon pres part mp fem gen pl προσλογίζομαι reckon pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιζόμεθα — προσλογίζομαι reckon pres ind mp 1st pl προσλογίζομαι reckon pres ind mp 1st pl προσλογίζομαι reckon imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) προσλογίζομαι reckon imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιζόμενον — προσλογίζομαι reckon pres part mp masc acc sg προσλογίζομαι reckon pres part mp neut nom/voc/acc sg προσλογίζομαι reckon pres part mp masc acc sg προσλογίζομαι reckon pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογίζου — προσλογίζομαι reckon pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προσλογίζομαι reckon pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προσλογίζομαι reckon imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) προσλογίζομαι reckon imperf ind mp 2nd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογίσεται — προσλογίζομαι reckon aor subj mp 3rd sg (epic) προσλογίζομαι reckon fut ind mp 3rd sg προσλογίζομαι reckon aor subj mp 3rd sg (epic) προσλογίζομαι reckon fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσελογίσθην — προσλογίζομαι reckon aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) προσλογίζομαι reckon aor ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιεῖσθαι — προσλογίζομαι reckon fut inf mp (attic epic) προσλογίζομαι reckon fut inf mp (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιεῖται — προσλογίζομαι reckon fut ind mp 3rd sg (attic epic) προσλογίζομαι reckon fut ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιζομένη — προσλογίζομαι reckon pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προσλογίζομαι reckon pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλογιζομένης — προσλογίζομαι reckon pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) προσλογίζομαι reckon pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»