Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσλαγχάνω

См. также в других словарях:

  • προσλαγχάνω — Α [λαγχάνω] κινώ αγωγή εναντίον κάποιου επιπροσθέτως, κατηγορώ επί πλέον κάποιον …   Dictionary of Greek

  • προσείληχεν — προσλαγχάνω obtain by lot besides plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προσλαγχάνω obtain by lot besides perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλάχῃ — προσλαγχάνω obtain by lot besides aor subj mp 2nd sg προσλαγχάνω obtain by lot besides aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσελάχομεν — προσλαγχάνω obtain by lot besides aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαγχάνων — προσλαγχάνω obtain by lot besides pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλαχών — προσλαγχάνω obtain by lot besides aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσέλαχε — προσλαγχάνω obtain by lot besides aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»