Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

προσκρούσῃ

  • 1 προσκρούση

    προσκρούσηι, πρόσκρουσις
    dashing against: fem dat sg (epic)
    προσκρούω
    knock against: aor subj mid 2nd sg
    προσκρούω
    knock against: aor subj act 3rd sg
    προσκρούω
    knock against: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσκρούση

  • 2 προσκρούσῃ

    προσκρούσηι, πρόσκρουσις
    dashing against: fem dat sg (epic)
    προσκρούω
    knock against: aor subj mid 2nd sg
    προσκρούω
    knock against: aor subj act 3rd sg
    προσκρούω
    knock against: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσκρούσῃ

  • 3 προσκρούσηι

    πρόσκρουσις
    dashing against: fem dat sg (epic)
    προσκρούσῃ, προσκρούω
    knock against: aor subj mid 2nd sg
    προσκρούσῃ, προσκρούω
    knock against: aor subj act 3rd sg
    προσκρούσῃ, προσκρούω
    knock against: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσκρούσηι

См. также в других словарях:

  • πρόσκρουση — η το να προσκρούει κανείς, το σκόνταμμα, η προσάραξη πλοίου: Η πρόσκρουση του αυτοκινήτου στο δέντρο υπήρξε σφοδρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσκρουση — η / πρόσκρουσις, ούσεως, ΝΑ [προσκρούω] το να προσκρούει κανείς πάνω σε κάποιον ή κάτι, το να έρχεται σε βίαιη επαφή, σε σύγκρουση νεοελλ. 1. σκόνταμμα 2. μτφ. σύγκρουση αρχ. προσβολή ή δυσαρέστηση κάποιου …   Dictionary of Greek

  • προσκρούσῃ — προσκρούσηι , πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (epic) προσκρούω knock against aor subj mid 2nd sg προσκρούω knock against aor subj act 3rd sg προσκρούω knock against fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκρούσηι — πρόσκρουσις dashing against fem dat sg (epic) προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj mid 2nd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against aor subj act 3rd sg προσκρούσῃ , προσκρούω knock against fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποστρακισμός — ο (Α ἐποστρακισμός) [εποστρακίζω] νεοελλ. η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια αρχ. το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • σκόνταμμα — το 1. πρόσκρουση σε κάποιο εμπόδιο κατά το βάδισμα: Με ένα σκόνταμμα βρέθηκε κάτω. 2. πρόσκρουση, γενικά, σε εμπόδιο: Το σκόνταμμα της υπόθεσης αυτής θα μας στοιχίσει ακριβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… …   Dictionary of Greek

  • αλίξαντος — ἁλίξαντος, ον (Α) 1. αυτός που τρίβεται, φθείρεται από τη θάλασσα 2. «ἁλίξαντος μόρος» θάνατος από πρόσκρουση σε βραχώδη ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + ξαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αλίστονος — ἁλίστονος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση τής θάλασσας 2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοτυπία — ἀλληλοτυπία, η (Α) αμοιβαίο κτύπημα, αμοιβαία πρόσκρουση ή συμπίεση (πρόκειται για τα άτομα τού Δημοκρίτου). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλότυπος < ἀλληλο * + τύπος < τύπτω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»