-
1 προσκορης
2вызывающий пресыщение, внушающий отвращение
См. также в других словарях:
προσκορῆς — προσκορής satiating masc/fem acc pl (attic epic doric) προσκορής satiating masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορής — satiating masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορής — ές, Α 1. αυτός που προξενεί κορεσμό ή αηδία, απεχθής, βαρετός 2. (για λόγο) ανιαρός, ανούσιος 3. κορεσμένος, χορτασμένος. επίρρ... προσκόρως Α 1. με κορεσμό, με χόρτασμα 2. κατά κόρον, καθ υπερβολήν («λόγος προσκόρως κεκοσμημένος», Ερμογ.).… … Dictionary of Greek
προσκορῆ — προσκορής satiating neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) προσκορής satiating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) προσκορής satiating masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορέστερον — προσκορής satiating adverbial comp προσκορής satiating masc acc comp sg προσκορής satiating neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορεῖ — προσκορής satiating masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) προσκορής satiating masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορεῖς — προσκορής satiating masc/fem acc pl προσκορής satiating masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκορές — προσκορής satiating masc/fem voc sg προσκορής satiating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκοροῦς — προσκορής satiating masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροσκορής — ἀπροσκορής, ές (Α) [προσκορής] αυτός που δεν προξενεί κορεσμό ή αηδία … Dictionary of Greek
προσκορίζομαι — Α [προσκορής] 1. αισθάνομαι κόρο ή αηδία 2. απεχθάνομαι … Dictionary of Greek