-
1 προσκολλάω
A glue on or to,τι πρός τι Hp.Art.33
:—[voice] Pass., generally, to be stuck to, stick or cleave to, Pl.Phd. 82e, Lg. 728b; ὑπὸτοῦ αἵματος προσκολληθῆναι τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ J.AJ7.12.4
; of a snail, τοῖς θαμνίσκοις π. Dsc.2.9; of a husband,π. τῇ γυναικί Ev.Matt.19.5
, cf. LXX Ge.2.24, Ev.Marc.10.7, Ep.Eph.5.31;τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31
;ψυχαὶ π. θεῷ Ph.Fr.51
H.II intr. of style, to be compact, D.H.Dem.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκολλάω
-
2 προσκόλλημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκόλλημα
-
3 προσκόλλησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκόλλησις
-
4 προσκολλητός
A gloss on ἀρτίκολλος, Sch.S.Tr. 768.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκολλητός
-
5 προσκολλίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκολλίζομαι
-
6 πρόσκολλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκολλος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский