Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προσκεφᾰλ-αιον

См. также в других словарях:

  • προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… …   Dictionary of Greek

  • προσκεφαλίς — ίδος, ἡ, Α μαξιλάρι, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ αιον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»