-
1 προσκεφάλαιον
προσκεφᾰλ-αιον, τό,A cushion for the head, pillow, Hp.Fract.16, Ar.Pl. 542, Lys.12.18, etc.: generally, any cushion, Cratin.269, Hermipp. 54, Thphr.Char.2.11, PCair.Zen.92.22 (iii B.C.), LXX Ez.13.18, Ev.Marc.4.38, etc.: [dialect] Dor. [full] ποτικεφάλαιον IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); also [pref] ποικεφ-, Schwyzer 323 C 30 (Delph.).II name for a treasure-chamber of the Persian kings, Chares 2 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκεφάλαιον
См. также в других словарях:
προσκέφαλο — το, Ν 1. κατασκεύασμα σε σχήμα μικρού σάκου που μπαίνει κάτω από το κεφάλι για να τό στηρίξει κατά τον ύπνο ή κατά την ανάπαυση, μαξιλάρι 2. οποιοδήποτε αντικείμενο ανάλογης χρήσης ή σχήματος που τοποθετείται κάτω από το κεφάλι κοιμισμένου,… … Dictionary of Greek
προσκεφαλίς — ίδος, ἡ, Α μαξιλάρι, προσκέφαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ αιον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. δεσμ ίς)] … Dictionary of Greek