-
1 προσκείρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκείρομαι
См. также в других словарях:
προσκείρομαι — Α κουρεύομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κείρομαι «κουρεύομαι»] … Dictionary of Greek
1 προσκείρομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκείρομαι
προσκείρομαι — Α κουρεύομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κείρομαι «κουρεύομαι»] … Dictionary of Greek