-
1 προσκατατιθημι
дополнительно вносить, уплачивать(ἀργύριον μισθόν Plat.; τριώβολον Arph.)
-
2 προσκατατίθημι
A pay down besides or as a further deposit, ;π. ἀργύριον μισθόν Pl.Thg. 128a
: metaph., add a remark, Gal.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκατατίθημι
-
3 προσκαταθείην
προσκατατίθημιpay down besides: aor opt act 1st sg -
4 προσκαταθήσω
προσκατατίθημιpay down besides: fut ind act 1st sg -
5 προσκατατιθέντας
προσκατατίθημιpay down besides: pres part act masc acc pl -
6 προσκατατιθέτω
προσκατατίθημιpay down besides: pres imperat act 3rd sg -
7 προσκατετίθετο
προσκατατίθημιpay down besides: imperf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
προσκατατίθημι — Α [κατατίθημι] 1. καταβάλλω, πληρώνω επιπροσθέτως ή ως επί πλέον κατάθεση («προσκατατιθέντας ἀργύριον πάνυ πολὺ μισθόν», Πλατ.) 2. μτφ. προσυποβάλλω παρατήρηση … Dictionary of Greek
προσκαταθείην — προσκατατίθημι pay down besides aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταθήσω — προσκατατίθημι pay down besides fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέντας — προσκατατίθημι pay down besides pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατατιθέτω — προσκατατίθημι pay down besides pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατετίθετο — προσκατατίθημι pay down besides imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)