-
1 προσκαταλεγω
См. также в других словарях:
προσκαταλέγω — Α [καταλέγω] 1. εγγράφω σε κατάλογο επί πλέον, ως προσθήκη («παρθένοις τέτταρσιν οὔσαις δύο ἑτέρας προσκαταλέγω», Δίον. Αλ.) 2. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («τοῑς ἔθνεσιν ἑκάστοις τὰς γειτνιώσας προσκαταλέγοντες νήσους», Στράβ.) … Dictionary of Greek
προσκαταλέγουσι — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσκαταλέγω enrol besides pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλέξαι — προσκαταλέγω enrol besides aor inf act προσκαταλέξαῑ , προσκαταλέγω enrol besides aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατέλεγον — προσκαταλέγω enrol besides imperf ind act 3rd pl προσκαταλέγω enrol besides imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλεγῆναι — προσκαταλέγω enrol besides aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλεγέντες — προσκαταλέγω enrol besides aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλεγέτω — προσκαταλέγω enrol besides pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλέγειν — προσκαταλέγω enrol besides pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλέγοντες — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλέγων — προσκαταλέγω enrol besides pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκαταλέξαντας — προσκαταλέγω enrol besides aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)