-
1 προσκαταγραφω
См. также в других словарях:
προσκαταγράφω — Α καταγράφω επί πλέον («προσκαταγραφέντες βουλευταί» [σε συμβούλιο ή σύνοδο] καταγραφέντες, εγγραφέντες ως νέοι βουλευτές, Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
1 προσκαταγραφω
προσκαταγράφω — Α καταγράφω επί πλέον («προσκαταγραφέντες βουλευταί» [σε συμβούλιο ή σύνοδο] καταγραφέντες, εγγραφέντες ως νέοι βουλευτές, Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek