-
1 προσιοίντο
-
2 προσιοῖντο
-
3 προσίοιντο
προσίημιlet come to: pres opt mp 3rd pl
См. также в других словарях:
προσιοῖντο — προσίζω come and sit near fut opt mid 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίοιντο — προσίημι let come to pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… … Dictionary of Greek