-
1 εφελκω
и (только в aor.) ἐφελκύω, ион. ἐπέλκω (fut. ἐφέλξω, aor. ἐφείλκυσα)1) тянуть, тащить, волочить(τὰς οὐράς Her.; καλωδίῳ τι Thuc.)
ἵππον ἐκ τοῦ βραχίονος ἐ. Her. — вести коня в поводу2) med. притягивать, подтягиватьτέν θύραν ἐφελκύσασθαι Luc. — затворить дверь3) med. увлекать за собой, похищать(γυναῖκα ἄκουσαν Plut.)
4) притаскивать, приносить(ποτῆρ΄ ἀσκοῦ μέτα Eur.)
5) med. вытягивать, извлекать(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τέν στρατιὰν ἐκ τῶν στενῶν Plut.)
τέν κλεῖν ἐ. Lys. — вынуть (и унести) ключ6) med. натягивать(κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ ἱμάτιον Plut.)
7) стягивать, т.е. хмурить(ὀφρῦς Anth.)
8) med. (sc. τὸν πόδα) волочить ногу(χωλαίνειν καὴ ἐ. Plat.)
9) (тж. ἐ. ξὺν αὑτῷ Eur.) влечь за собой, приводить с собой, порождать(πολλὰς ξυμφοράς, med. πολλὰ κακά Eur.)
10) med. волочиться (по земле)(ἐφελκομένοισι πόδεσσιν Hom.)
11) med.-pass. медлить, задерживаться(ἐφελκομένη ἐπικουρία Polyb.)
οἱ ἐφελκόμενοι Her. — отставшие (в пути)12) med. приобретать, усваивать(τοὔμπαλιν οὗ βούλονται Xen.; δόξας κενάς Plut.)
13) med. присваивать себе(ὄνομά τι Plut.)
14) тж. med. привлекать, манить(ῥείθροισιν ἐφελκόμενος - v. l. ἐφεξόμενος - μαλακοῖσιν HH.)
αὐτὸς ἐφέλκεται ἄνδρα σίδηρος Hom. — оружие само просится в руки человека;μέ τούτῳ ἐφέλκεσθε Thuc. — не давайте увлечь себя этим, т.е. не поддавайтесь этому соблазну -
2 συνεπαιρω
1) одновременно или вместе с тем поднимать(τὰ πρόσθια σκέλη Arst.)
τῷ μεγέθει τῶν λεγομένων συνεπαίρεσθαι Luc. — подняться до величия темы2) побуждать, возбуждать(τινα Xen., Plut.)
-
3 όψη
[-ις (-εως)] η1) взгляд; εκ πρώτης όψεως с первого взгляда; εξ όψεως с виду; на вид, по виду; κατ' όψιν по виду; 2) (внешний) вид; форма (вещи); облик, внешность, наружность (человека); γνωρίζω εξ όψεως знать в лицо;χάλασε η όψη — а) (вещь) испортилась, потеряла вид; — б) он изменился в лице;
3) сторона;προσθία όψη — фасад;
4) лицевая сторона (ткани); лицо (разг);§ έχω υπ' όψη — иметь в виду, не забывать;
δεν ξχω υπ' όψη — не знаю;
παίρνω υπ' όψη — или λαμβάνω υπ' όψιν — принимать во внимание, учитывать;
αυτό δεν παίρνεται υπ' όψη — это не принимается во внимание, не учитывается;
αν πάρουμε υπ' όψη — если учесть;
μην τα παίρνεις υπ' όψ' — не принимай всерьёз; — не обращай внимания;
εν
См. также в других словарях:
προσθία — προσθίᾱ , πρόσθιος foremost fem nom/voc/acc dual προσθίᾱ , πρόσθιος foremost fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίᾳ — προσθίᾱͅ , πρόσθιος foremost fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθια — πρόσθιος foremost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίας — προσθίᾱς , πρόσθιος foremost fem acc pl προσθίᾱς , πρόσθιος foremost fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθίαν — προσθίᾱν , πρόσθιος foremost fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… … Dictionary of Greek
τοκετός — Εξώθηση ή εξαγωγή του εμβρύου από τον μητρικό οργανισμό· ακριβέστερα ο όρος τ. σημαίνει την εξώθηση ή την εξαγωγή του εμβρύου μόνο, ενώ η έξοδος του πλακούντα και των μεμβρανών του εμβρύου ονομάζεται υστεροτοκία. Ο τ. ονομάζεται απλός όταν… … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek