Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσηλώσῃ

  • 1 προσηλώση

    προσηλώσηι, προσήλωσις
    nailing on: fem dat sg (epic)
    προσηλόω
    nail: aor subj mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj act 3rd sg
    προσηλόω
    nail: fut ind mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj act 3rd sg
    προσηλόω
    nail: fut ind mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: futperf ind mp 2nd sg
    προσηλόω
    nail: futperf ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσηλώση

  • 2 προσηλώσῃ

    προσηλώσηι, προσήλωσις
    nailing on: fem dat sg (epic)
    προσηλόω
    nail: aor subj mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj act 3rd sg
    προσηλόω
    nail: fut ind mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: aor subj act 3rd sg
    προσηλόω
    nail: fut ind mid 2nd sg
    προσηλόω
    nail: futperf ind mp 2nd sg
    προσηλόω
    nail: futperf ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > προσηλώσῃ

  • 3 προσήλωση

    [-ις (-εως)] η
    1) прикрепление; прибивание; приковывание; 2) перен. приковывание (внимания и т. п.); устремление (взгляда); 3) устремлённость (к чему-л.);

    με προσήλωση στο σκοπό — целеустремлённо;

    4) преданность (какому-л. делу)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσήλωση

  • 4 προσήλωση

    [просилоси] ουσ θ устремление взгляда, приковывание, привлечение внимания, привязанность, преданность.

    Эллино-русский словарь > προσήλωση

  • 5 προσήλωση

    canla başla bağlılık

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > προσήλωση

  • 6 προσήλωση

    1) application
    2) assiduity
    3) dedication

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσήλωση

См. также в других словарях:

  • προσήλωση — η / προσήλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [προσηλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσηλώνω, στερέωση με ήλους, με καρφιά, κάρφωμα νεοελλ. μσν. το να στρέφει κανείς το βλέμμα, την προσοχή, τη σκέψη, τα ενδιαφέροντά του σταθερά σε κάτι, αφοσίωση (α.… …   Dictionary of Greek

  • προσήλωση — η εντατική προσοχή, αφοσίωση, θέση αμετακίνητη: Η προσήλωσή του στην οικογένεια τον απομάκρυνε από τους φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσηλώσῃ — προσηλώσηι , προσήλωσις nailing on fem dat sg (epic) προσηλόω nail aor subj mid 2nd sg προσηλόω nail aor subj act 3rd sg προσηλόω nail fut ind mid 2nd sg προσηλόω nail aor subj mid 2nd sg προσηλόω nail aor subj act 3rd sg προσηλόω nail fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοχή — Στην κοινή ορολογία και στην κλασική ψυχολογία η π. θεωρείται ένα είδος νοητικής ικανότητας, η οποία είναι σε ποικίλο βαθμό ανεπτυγμένη στα διάφορα άτομα, αλλά συνοδεύεται πάντοτε από έντονη συναισθηματική συμμετοχή. Σήμερα έγινε παραδεκτό ότι η… …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ηθικισμός — ο (φιλοσ.) 1. αυστηρή προσήλωση στους ηθικούς ή θρησκευτικούς κανόνες, πουριτανισμός, αυστηρότητα, εγκράτεια 2. (κατά τον Καντ) η θεωρία που αρνείται να αναγνωρίσει ηθική αξία σε πράξεις καθοριζόμενες από άλλα κίνητρα, εκτός από τον σεβασμό προς… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • προσπάθεια — η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής] νεοελλ. 1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • σύγκλιση — η / σύγκλισις, ίσεως, ΝΑ [συγκλίνω] η κατεύθυνση από διάφορα σημεία προς ένα και το ίδιο σημείο νεοελλ. 1. βιολ. ομοιότητα μορφής μεταξύ δύο ειδών τα οποία ζουν στο ίδιο περιβάλλον, μετατίθενται με τις ίδιες διαδικασίες, αν πρόκειται για ζώα,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»