-
1 προσηλωμένες
η, ο[ν]1) прикреплённый; прибитый; прикованный; 2) перен. прикованный (к чему-л.), устремлённый (яа что-л.); пристальный;προσηλωμένεςό βλέμμα — пристальный взгляд;
η προσοχή μας είναι προσηλωμένεςη σε... — наше внимание приковано к...;
3) преданный (чему-л.); увлечённый, поглощённый (чём-л.);προσηλωμένες στα καθήκοντα του — увлечённый своей работой, преданный своему делу
См. также в других словарях:
Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… … Dictionary of Greek