-
1 προσεύτροχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεύτροχος
-
2 προσεύτροχα
προσεύτροχοςneut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
προσεύτροχος — ον, Α* (αμφβλ. γρφ.) φρ. «προσεύτροχα βλέφαρα» ευκίνητα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὔτροχος «ευκίνητος»] … Dictionary of Greek
προσεύτροχα — προσεύτροχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)