-
1 προσευνάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσευνάζομαι
-
2 προσευνάσθη
προσευνάζομαιcome to rest upon: aor ind mp 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
προσευνάζομαι — Α πλαγιάζω, ξαπλώνω επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εὐνάζομαι «κατακλίνομαι, πλαγιάζω»] … Dictionary of Greek
προσευνάσθη — προσευνάζομαι come to rest upon aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)